- ἀδικόμαχος
- ἀδῐκό-μαχος, ον, of horses,A obstinate, X.ap.AB344 (perh. fr. Cyr.2.2.26).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδικόμαχος — ἀδικόμαχος, ον (Α) (για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μάχη. ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ αρχ. ἀδικομαχία] … Dictionary of Greek
ἀδικομάχους — ἀδικόμαχος obstinate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικομαχία — ἀδικομαχία, η (Α) [αδικόμαχος] άδικος, ανέντιμος τρόπος μάχης· … Dictionary of Greek
αδικομαχώ — (Α ἀδικομαχῶ, έω) [ἀδικόμαχος] νεοελλ. μάταια κοπιάζω, ματαιοπονώ αρχ. αγωνίζομαι με άδικα, αθέμιτα μέσα, ιδιαίτερα σε δικαστικούς αγώνες … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek